10 Οκτ 2013

Η επιταγή


Ένας επιχειρηματίας ήταν βαθιά χρεωμένος και δεν έβλεπε με ποιο τρόπο θα μπορούσε να βρει μια διέξοδο στα οικονομικά του προβλήματα. Οι πιστωτές του τον πίεζαν. Οι προμηθευτές του απαιτούσαν τα χρήματά τους.
Καθόταν μόνος και απελπισμένος σε ένα παγκάκι, όταν τον πλησίασε ένας ηλικιωμένος άνδρας.
"Βλέπω ότι σε απασχολεί κάτι" του είπε ο ηλικιωμένος.
Αφού άκουσε την ιστορία και τα προβλήματά του, τού είπε "Πιστεύω ότι μπορώ να σε βοηθήσω".
Τον ρώτησε πώς τον λένε και του έγραψε μια επιταγή που την έβαλε στο χέρι του λέγοντας : "Πάρε αυτά τα χρήματα. Θέλω να με συναντήσεις ακριβώς σε ένα χρόνο από σήμερα και να μου τα επιστρέψεις". Αμέσως μετά, σηκώθηκε και έφυγε με γρήγορα βήματα.
Ο επιχειρηματίας είδε έκπληκτος το ποσό των $500,000 να είναι γραμμένο στην επιταγή και από κάτω να φαίνεται ξεκάθαρο το ονοματεπώνυμο John D. Rockefeller, που ήταν ένας από τους πλουσιώτερους ανθρώπους στον κόσμο.
Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να εξαφανίσει όλες του τις οικονομικές έγνοιες με αυτή την επιταγή. Παρόλα αυτά, αποφάσισε κάτι άλλο. Να κρατήσει την επιταγή στο χρηματοκιβώτιό του και να μη την εξαργυρώσει.
Η γνώση και μόνο ότι τα χρήματα υπήρχαν του έδωσε τη δύναμη να σκεφτεί τρόπους και να σώσει την επιχείρησή του από τους δανειστές και τα χρέη. Είχε υψηλό ηθικό, περισσότερη αυτοπεποίθηση και έτσι, κατάφερε να διαπραγματευτεί καλύτερες συμφωνίες και να επεκτείνει τη διάρκεια των δανείων και των υποχρεώσεών του. Στη συνέχεια, κατάφερε να κλείσει νέες δουλειές, να αυξήσει τις πωλήσεις του και σταδιακά, κατάφερε να αποπληρώσει και να εξοφλήσει όλους του τους δανειστές.
Ακριβώς μετά από ένα χρόνο, επέστρεψε στο παγκάκι που είχε συναντήσει τον ηλικιωμένο, έχοντας μαζί του την επιταγή που δεν είχε εξαργυρώσει. Την ώρα που είχαν συμφωνήσει εμφανίστηκε ο γέροντας.
Τη στιγμή που ο επιχειρηματίας ετοιμαζόταν να του επιστρέψει την επιταγή και να του διηγηθεί την επιτυχία του, μια νοσοκόμα τρέχοντας ήρθε και άρπαξε τον γέροντα.
"Χαίρομαι που τον πρόλαβα" φώναξε στον επιχειρηματία η νοσοκόμα. "Ελπίζω να μην ενόχλησε. Συνηθίζει να φεύγει από το άσυλο ηλικιωμένων που τον φιλοξενούμε και πηγαίνει και λέει στον κόσμο ότι είναι ο John D. Rockefeller."
Και μ΄αυτά τα λόγια, πήρε τον ηλικιωμένο από το χέρι και απομακρύνθηκαν.
Ο έκπληκτος επιχειρηματίας απλά στάθηκε εκεί, έκπληκτος. Όλο το χρόνο είχε την πεποίθηση κι αντιμετώπιζε τα πράγματα σαν να είχε μισό εκατομμύριο δολάρια πίσω του. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν τα χρήματα, πραγματικά ή φανταστικά, που του είχαν δώσει πίσω τη ζωή του.  Ήταν η πρωτόγνωρη αυτοπεποίθηση που του έδωσε τη δύναμη και την εμπιστοσύνη στον εαυτό του ώστε να τολμήσει και να πετύχει .

2 Οκτ 2013

Το κατσαρόλι - Ο μεγάλος Δάσκαλος

Η οικογένειά μου ήταν φτωχή. Οι γονείς μου ήταν εργάτες και οι δύο, εργαζόμενοι από την εφηβεία τους. Γνωρίστηκαν στη Γερμανία, διπλοβάρδιες στα εργοστάσια, αιματηρές οικονομίες για να αγοράσουν οικόπεδο, να χτίσουν σπίτι και να επιστρέψουν στην πατρίδα, όπου δεν είχαν τίποτα. Εγώ και η αδερφή μου μεγαλώσαμε σχεδόν μόνες μας. Από την πρώτη Δημοτικού φτιάχναμε το πρωινό μας (όχι σαν αυτό το διαφημίσεων), κλειδώναμε το σπίτι, περπατούσαμε 15 λεπτά ως τη στάση του λεωφορείου και πηγαίναμε στο σχολείο. Επιστρέφαμε, ζεσταίναμε το φαγητό μας και στρωνόμασταν αμέσως στο διάβασμα. Οι γονείς έλειπαν από τα ξημερώματα και επέστρεφαν αργά το απόγευμα. Στις διπλοβάρδιες, την επομένη το πρωί.Η μητέρα μου μόλις επέστρεφε, πάντα έκανε την ίδια ερώτηση: Διαβάσατε;
Ήταν αγράμματη, οπότε δεν μπορούσε και να μας ελέγξει. Αν απαντούσαμε καταφατικά, μας άφηνε να παίξουμε τον υπόλοιπο χρόνο που έμενε μέχρι να πάμε για ύπνο. Αν καταλάβαινε ότι δεν είχαμε ακριβώς τελειώσει τα μαθήματα, έλεγε την φράση που έμεινε παροιμιώδης στην οικογένεια: «Να καθήσετε να τελειώσετε το διάβασμα, εκτός αν θέλετε να πάω να πλύνω τα κατσαρόλια».

Ο μύθος, που εμείς ως παιδιά είχαμε πιστέψει, ήταν πως μας είχαν αγοράσει από ένα κατσαρόλι. Το κατσαρόλι ήταν ένα μεταλλικό σκεύος, στο οποίο έβαζαν το φαγητό τους για να φάνε το μεσημέρι στο εργοστάσιο. Γιατί βέβαια δεν ξόδευαν δεκάρα για να αγοράσουν οτιδήποτε από τις καντίνες. Μας είχαν πει λοιπόν, πως αν κάποια στιγμή καταλάβαιναν πως «δεν παίρνουμε τα γράμματα», θα μας έπλεναν το ωραίο μας κατσαρόλι και θα πηγαίναμε την επόμενη μέρα για μεροκάματο.

Μπορεί να μην ήξερα τι διαφορά θα είχε η δουλειά που θα έκανα τελειώνοντας το σχολείο από αυτή που έκαναν οι δικοί μου στο εργοστάσιο, αλλά ήξερα πως ο πατέρας μου όταν ήταν στο σπίτι, δεν ήταν σε θέση να κάνει τίποτ’άλλο εκτός από το να πέσει για ύπνο. Κι ευτυχώς δηλαδή, γιατί όταν δεν μπορούσε να κοιμηθεί, τα νεύρα του ήταν σε τέτοιο χάλι που κρατούσαμε την αναπνοή μας για να μην ακούει ήχους (άλλη φορά θα σας πω τι συνέβαινε, αν γινόταν το λάθος και τους άκουγε). Ήξερα ακόμα πως τα παπούτσια του ήταν γεμάτα μεταλλικά ρινίσματα (γρέζια τα έλεγε) και μαζί με τη μητέρα μου τα βγάζαμε ένα-ένα για να σώσουμε τα παπούτσια. Ήξερα ότι τα χέρια της μάνας μου είχαν ρόζους και έτριβε κάθε βράδυ τα μπράτσα και τα δάχτυλά της βογκώντας. Και κάθε φορά που άκουγα την απειλή για το κατσαρόλι, μολονότι ως σπασικλάκι που ήμουν, είχα τελειώσει τα μαθήματά μου, τους έριχνα άλλη μια ματιά για καλό και για κακό.

Ακόμα κι όταν εκείνο το πρώτο όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα πραγματοποιήθηκε, τα πράγματα δεν άλλαξαν και πολύ. Πάλι φορούσα τα ρούχα της αδερφής μου, πάλι τρώγαμε παγωτό μία φορά την εβδομάδα (από το φτηνό), πάλι οι γονείς μου δούλευαν όλη μέρα και δεν ξεκουράζονταν ποτέ. Κι εμείς το ίδιο.

Από 12 χρονών είχαμε μάθει να μαγειρεύουμε, να καλλιεργούμε το περιβολάκι, να φροντίζουμε τα ζώα, να διορθώνουμε τις ελαφριές ηλεκτρικές και υδραυλικές βλάβες, να βάφουμε, μέχρι και να χτίζουμε, όταν ο πατέρας μας αποφάσισε να «σηκώσει» άλλον έναν όροφο. Μόνοι μας. Εργάτης, τεχνίτης δεν πάτησε κανείς. Είχαμε ένα μικρό, συνοικειακό χρωματοπωλείο. Μάθαμε να ζυγίζουμε, να τιμολογούμε, να συναλλασσόμαστε με τους πελάτες, να παραλαμβάνουμε από τους προμηθευτές.

Η μοναδική μας πολυτέλεια, και στη Γερμανία και εδώ, ήταν το ποδήλατο. Μόνο που δεν είχαμε πολύ χρόνο να το χαρούμε, γιατί ακόμα κάθε απόγευμα η μητέρα κράδαινε το κατσαρόλι! Κι εμείς έπρεπε να είμαστε εντάξει με το σχολείο. Και λέξεις όπως φροντιστήριο ήταν απαγορευμένες. «Αν είναι να θες σαράντα πέντε μάστορες κι εξήντα μαθητάδες, άστο! Πάρε το κατσαρόλι σου, να έχεις και το κεφάλι σου ήσυχο», έλεγε η μάνα μου.

Το κατσαρόλι, λοιπόν, όσο και αν σας τρομάζει εσάς που το ακούτε πρώτη φορά, με έμαθε πολλά πράγματα. Περισσότερα από όσα, ίσως, φαντάστηκαν οι γονείς μου. Και άκουγα τον μεταλλικό του ήχο και αφού εκείνοι έφυγαν πρόωρα από τη ζωή.
Με έμαθε να εκτιμώ τους ανθρώπους που εργάζονται καταπονώντας το σώμα τους και να τους σέβομαι απεριόριστα.Με εξοικείωσε με την ιδέα της χειρονακτικής εργασίας και όταν χρειάστηκε να εργαστώ για να τελειώσω το σχολείο και να σπουδάσω, δεν δίστασα και δεν ένιωσα άσχημα να κάνω την μαγείρισσα, την καθαρίστρια, την εργάτρια σε θερμοκήπιο και σε βιοτεχνία.Κρατούσε το μυαλό μου προσηλωμένο στον στόχο. Σε αυτό που ήθελα να κάνω και με βοήθησε να το πετύχω έστω και μερικά χρόνια αργότερα από το κανονικό.Με έμαθε να εκτιμώ αυτά που κερδίζει κανείς με τον ιδρώτα του, είτε εργάζεται σωματικά είτε πνευματικά. Να μην τα σπαταλώ, αν και από τη φύση μου γεννήθηκα σπάταλη. Το ισορρόπησα.Με εμπότισε με βαθύτατη απέχθεια για τους ανέντιμους ανθρώπους, που δεν ντρέπονται να κερδίζουν χρήματα χωρίς να εργάζονται. Και για εκείνους που εκμεταλλεύονται την αγνότητα ανθρώπων όπως η μάνα μου, για να εκμεταλλευτούν τον κόπο τους παριστάνοντας τους προστάτες τους.Γέννησε μέσα μου τον έρωτα για την Παιδεία! Όχι την άγρα πτυχίων. Την αληθινή. Την αγάπη για την εργασία και την προσφορά. Την επιδίωξη της αξιοπρέπειας και της αυτάρκειας. 

Αυτά ονειρεύτηκα να μεταδώσω σε όσους θα μου έκαναν την τιμή να γίνουν μαθητές μου.Μου έδωσε το θάρρος να αντιμετωπίσω διεστραμμένες αντιλήψεις γονέων, που με προσλάμβαναν νομίζοντας πως η δουλειά μου είναι να φροντίζω να πηγαίνουν τα παιδιά τους στο σχολείο με λυμένες τις ασκήσεις.

Το κατσαρόλι ήταν το σύμβολο της πραγματικής ζωής. Θα νόμιζε κανείς πως ένα παιδί, ακούγοντας με τη φαντασία του τον μεταλλικό του ήχο, θα αποκτούσε φοβίες για τη φτώχεια, την χειρωνακτική εργασία, την ταπεινή καταγωγή. Θα έκανε όμως λάθος!

Για εμένα και την αδερφή μου, το κατσαρόλι είπε αυτά που οι αγράμματοι γονείς μας δεν είχαν την ικανότητα να εκφράσουν: Ο μόνος αξιοπρεπής τρόπος ζωής είναι να εργάζεσαι, να παράγεις, να προσφέρεις. Με κάποιον τρόπο πρέπει μόνος σου να γεμίζεις το κατσαρόλι σου, να κερδίσεις τη ζωή σου. Καθήκον σου είναι να το γεμίσεις. Δική σου απόφαση αν θα καταπονήσεις το πνεύμα ή το σώμα. Κάθε επιλογή αποδεκτή, αρκεί να είναι αυτό που σου ταιριάζει. 
Διαλέγεις και παίρνεις!  

της Αθηνάς Ταρλά